- προθυμοποιεῖται
- προθυμοποιέομαιmake willingpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβουλάτορας — και, διαλ. τ. συβουλάτορας, ο, Ν 1. αυτός που δίνει συμβουλές σε άλλον ή σε άλλους 2. (παλαιότερα) σύμβουλος κάποιου, ιδίως άρχοντα («οι συμβουλάτορες τού ρήγα») 3. ειρων. αυτός που προθυμοποιείται να δώσει απρόσκλητος συμβουλές σε όλους και για… … Dictionary of Greek
συσπουδαστής — ο, ΝΜ, και θηλ. συσπουδάστρια Ν [συσπουδάζω] νεοελλ. αυτός που σπουδάζει μαζί με άλλους, συμμαθητής ή συμφοιτητής μσν. αυτός που προθυμοποιείται μαζί με άλλον για την εκτέλεση ενός έργου … Dictionary of Greek
προθυμοποιούμαι — προθυμοποιήθηκα, προθυμοποιημένος, είμαι, φαίνομαι πρόθυμος, δείχνω προθυμία: Προθυμοποιείται πάντοτε να μ εξυπηρετήσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)